σπεκουλαδόρος

σπεκουλαδόρος
ο
κερδοσκόπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπεκουλαδόρος — ο, θηλ. σπεκουλαδόρισσα, Ν κερδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculatore «υπολογιστής, κερδοσκόπος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”